- κατυβρίζω
- κατυβρίζω (Α)ιων. τ. βλ. καθυβρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθυβρίζω — (AM καθυβρίζω, Α ιων. τ. κατυβρίζω) μεταχειρίζομαι κάποιον με αυθάδεια, με περιφρόνηση, υβριστικά, βρίζω κάποιον με χυδαίες ύβρεις, εξυβρίζω («καθυβρίζουσα καί σε καὶ τὰ σά», Σοφ.) αρχ. υπερηφανεύομαι («αἱ πόλεις, κἄν εὖ τις οἰκῆ ῥαδίως… … Dictionary of Greek